Эллино-русский словарь. 2014.
σαχλιάζω — Ν [σαχλός] γίνομαι σαχλός … Dictionary of Greek
σαχλιάζω — γίνομαι σαχλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)